περίφωρος

περίφωρος
-ον, Α
αυτός που συνελήφθη, που πιάστηκε επ' αυτοφώρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -φωρος (< φώρ, -ός «κλέφτης»), πρβλ. αυτό-φωρος, κατά-φωρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περίφωρος — detected masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίφωρον — περίφωρος detected masc/fem acc sg περίφωρος detected neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτόφωρος — η, ο (Α αὐτόφωρος, ον) (για αδίκημα) που διαπιστώθηκε την ώρα που το εκτελούσε ο δράστης νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το αυτόφωρο το δικαστήριο που δικάζει αυτόφωρα αδικήματα 2. φρ. «επ αυτοφώρω» κατά την εκτέλεση του αδικήματος αρχ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”